γλωσσολογώ

γλωσσολογώ
(-έω)
ασχολούμαι με τη γλωσσολογία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αγλωσσολόγητος — η, ο [γλωσσολογώ] 1. ο αμύητος στη γλωσσολογία 2. αυτός που κάνει γλωσσολογικά λάθη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”